- ενοχικός
- [энохикос] εκ. относящийся к вине, виновный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ενοχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική ενοχή 2. φρ. «ενοχικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν θέματα ενοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856] … Dictionary of Greek
ενοχικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική ενοχή: Ενοχικό δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)